σοφολογιότητα

σοφολογιότητα
και λογ. τ. σοφολογιότης, η, Ν
1. τίτλος σοφού και λογίου συγχρόνως («η υμετέρα σοφολογιότης»)
2. ειρων. σχολαστικότητα, σχολαστικισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + λόγιος + κατάλ. -ότητα. Η λ., στον λόγιο τ. σοφολογιότης, μαρτυρείται από το 1744 στα Έγγραφα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σοφολογιότητα — η 1. το να είναι κάποιος λόγιος και σοφός. 2. σχολαστικισμός, το να ενδιαφέρεται κάποιος σχολαστικά για τους κανόνες και τους τύπους και όχι για την ουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”